-
1 ταπεινός
A low:1 of Place, low-lying,χώρη Hdt.4.191
, cf. Arist.Mete. 352b32 ([comp] Comp.);νῆσος D.S.3.21
; ταπεινὰ νέμεσθαι to live in low regions, Pi.N.3.82;τ. ἕζεσθαι E.Or. 1411
(lyr.);ἡ μαῖα καθεζέσθω -οτέρα Sor.1.70a
, cf. 2.61; of stature or size, low,ὀστᾶ X. Eq.1.4
; τροχοί ib.10.6; of position in the body,τὰ τ. τοῦ θώρακος Gal.15.531
; of a river, low, opp. μέγας, Plb.9.43.3; of stars, low, i.e. near the horizon, Cleom.1.5, al.; but also, near the earth, Id.2.5; of the sun, opp. ὑψηλός, Diog.Oen.8; λοξὸς καὶ τ. Gal.15.87.2 of persons, humbled, abased in power, pride, etc., Hdt.7.14; σὺ δ' οὐδέπω τ. A.Pr. 322, cf. 908;τ. παρέχειν τινά X.An.2.5.13
; , cf. Hec. 245, Andr. 979; submissive, X.Hier.5.4 ([comp] Comp.), etc.; αἱ τ. τῶν πόλεων small, poor, weak, Isoc.4.95, cf. 7.7, X.Cyr.7.5.69 ([comp] Sup.);τ. δύναμις D.4.23
; of low intelligence,αἱ τῶν ἀσυνέτων καὶ τ. ἀνθρώπων ψυχαί Gal. 19.220
;τὴν μικρὰν καὶ τ. [ἰατρικὴν θεωρίαν] ὁ Ἱπποκράτης ηὔξησεν Id.16.550
. Adv., ταπεινῶς (or ταπεινὰ) πράττειν to be in low estate or obscurity, Isoc.5.64, Plu.Thes.6;- νῶς ζῆν Philem.227
; .3 of the spirits, downcast, dejected,διάνοια Th.2.61
;τ. καὶ ἔρημοι συνεκάθηντο X.HG2.4.23
, cf. 6.4.16.4 in moral sense, either bad, mean, base, abject,τ. καὶ ἀνελεύθερος Pl.Lg. 791d
, cf. X.Mem.3.10.5, Isoc.2.34, etc.; or good, lowly, humble, Pl.Lg. 716a, X.Cyr.5.1.5, freq. in NT, Ev.Matt.11.29, 2 Ep.Cor.7.6, al.5 of things, mean, low, poor,τ. καὶ ἄπορος δίαιτα Pl.Lg. 762e
, cf. Phld. Oec.p.48 J.: [comp] Sup.,- οτάτη περίστασις Id.Vit.p.26
J.; θεωρία -οτέρα, opp. τιμιωτέρα, Arist.PA 639a1; of style, low, poor, τ. λέξις, opp. κεκοσμημένη, Id.Rh. 1404b6. Adv., - νῶς λέγειν in a submissive manner, ib. 1408a19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταπεινός
-
2 σφηκόω
A make like a wasp, i.e. pinch in at the waist, bind tightly, Phryn.Com.91;σ. τὸ ὅλον σῶμα Hld.10.31
;χεῖρας APl.4.195
(Satyr.); ἀγγεῖον close the vessel, Dsc.5.54;τοὺς κορακίνους Ael.NA13.17
: [tense] aor. [voice] Med.σφηκώσατο Nonn.D.1.192
, 15.147.II [voice] Pass., πλοχμοί θ', οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο were bound tightly, Il.17.52; ἐσφήκωντο κορύμβαις prob. in Antim. in PMilan.17.4;κόμη ἐσφηκωμένη Poll.2.25
; σφηκούμενος one binding up his hair, Ph.2.479; δειρὴν ἐσφήκωται he is narrow in the neck, Nic. Th. 289; ὁ δὲ τέτρατος (sc. κύκλος) ἐσφήκωται λοξὸς ἐν ἀμφοτέροις is fixed, Arat.526, cf. 441; θυρίδες εὖ καὶ καλῶς ἐσφηκωμέναι well-closed window-shutters, Aristid. Or.51(27).8 (- σφην- is prob. cj.); so καλύμματ' ἐσφηκ. Anacr.21.3: metaph., coupled with πλεκτόν in Phld.Po.2.45.
См. также в других словарях:
λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… … Dictionary of Greek
πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… … Dictionary of Greek
λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
λέχριος — λέχριος, ία, ον, θηλ. και ος (Α) 1. εγκάρσιος, λοξός («τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας», Ξεν.) 2. μτφ. ανάποδος, στραβός («πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῑν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. λέχ ρ ιος < λεκ σ ρ ιος (πρβλ. λάχ νη < *λακ… … Dictionary of Greek
κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek
σκάζω — (I) ΜΑ (κυρίως στον ενεστ. και παρατ.) χωλαίνω, κουτσαίνω («σκάζων μηρός», Πλούτ.) αρχ. 1. (η μτχ. ουδ. εν. και πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ σκάζον και τὰ σκάζοντα κάθε μορφή ατέλειας, ανωμαλίας ή βλάβης (α. «μὴ εὑρεθῆ τὸ δημόσιον σκάζον», πάπ … Dictionary of Greek
ζαβός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Ιθάκη. 1. Βασίλειος. Διετέλεσε βουλευτής της Ιονίου πολιτείας. Σπούδασε στην Ιταλία ιατρική, μαθηματικά και φιλοσοφία και αργότερα επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου ασχολήθηκε με την πολιτική.… … Dictionary of Greek
λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
λογάς — (I) λογάς, ἡ (Α) συν. στον πληθ. αἱ λογάδες 1. το λευκό τών οφθαλμών 2. (γενικά) οι οφθαλμοί, τα μάτια 3. μτφ. φρ. «λογάδες λίθοι» ακατέργαστοι, απελέκητοι λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταφορική χρήση τού τ. λογάς (II), πρβλ. «λογάδες… … Dictionary of Greek
σελίδα — η / σελίς, ίδος, ΝΜΑ καθεμιά από τις δύο όψεις γραμμένου ή τυπωμένου χαρτιού νεοελλ. 1. ναυτ. το πρόσθετο ζώμα τών λέμβων που βρίσκεται πάνω από την κουπαστή, αλλ. πέλλα 2. στον πληθ. οι σελίδες μτφ. α) ιστορική πράξη, κατόρθωμα («ο στρατός μας… … Dictionary of Greek